Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγγελώ — ἐξαγγελῶ ( όω) (Α) κάνω κάποιον άγγελο, αγγελοποιώ («παρθενώσας καί, ὡς εἰπεῑν, ἐξαγγελώσας», Ίω. Χρυσόστ.) … Dictionary of Greek
ἐξαγγέλῳ — ἐξάγγελος messenger who brings out news masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)